ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΜΗ ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

στις 15 Ιουνίου 2018

Καταγγελία στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για μη τήρηση του Κοινοτικού Δικαίου κατέθεσε ο Δήμαρχος Λέρου καθώς και οι Δήμαρχοι του Β. και Ν. Αιγαίου και τα Επιμελητήρια των νησιών για την επικείμενη αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ και για το υψηλότατο ποσοστό 24% ΦΠΑ που εφαρμόζεται στον μείζονα νησιωτικό χώρο.

Οι καταγγέλοντες επικαλούνται την παραβίαση του κοινοτικού κεκτημένου της νησιωτικότητας, την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και των κανόνων του ανταγωνισμού καθώς και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (παραβίαση του άρθρου 174 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των άρθρων 3, 5 και 9 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση).

Ακολουθεί το κείμενο της καταγγελίας:

  1. Ιστορι κή βάση της  καταγγελίας

Τα νησιά χαρακτηρίζονται από ενδογενείς μειονεξίες, οι οποίες δημιουργούνται λόγω της περιφερειακότητας και της μεγάλης απόστασής τους από τους ηπειρωτικούς πόλους ανάπτυξης, του μικρού φυσικού και παραγωγικού μεγέθους τους, των περιορισμένων πόρων και της φυσικής νησιωτικότητας (εδαφική ασυνέχεια). Τα παραπάνω χαρακτηριστικά γνωρίσματα των νησιών έχουν, παγίως, αρνητικές συνέπειες, οι οποίες εκδηλώνονται, ιδίως, στις μεταφορές, στην πρόσβαση σε υπηρεσίες, στην απουσία κυκλικής οικονομίας, στην εποχικότητα της ζήτησης και της απασχόλησης, στους δυσμενείς δημογραφικούς παράγοντες, στα περιβαλλοντικά προβλήματα, στους περιορισμένους φυσικούς πόρους και τα ειδικά εξωτερικά προβλήματα του Αιγαίου. Ειδικότερα όσον αφορά στη νησιωτική οικονομία, αυτή διακρίνεται από την ασυνέχεια του χώρου, τον κατακερματισμό των αγορών προϊόντων και εργασίας, τις αναλογικά αυξημένες απαιτήσεις σε υποδομές και εξοπλισμούς, το αυξημένο κόστος μεταφορών και την αδυναμία προσέγγισης στο απαιτούμενο επίπεδο αναπτυξιακής βάσης (συγκεντρώσεις πληθυσμού, ύπαρξη φυσικών πόρων κλπ.).

Από την ως άνω παράθεση των ιδιαίτερων χαρακτηρολογικών στοιχείων των νησιών προκύπτει, ότι αυτά χρήζουν μιας ιδιαίτερης προσοχής και μέριμνας προς διασφάλιση της ανάπτυξής τους και, δη, της βιώσιμης ανάπτυξής τους χάριν και των επόμενων γενεών.

Το νησιωτικό ζήτημα, λοιπόν, αναγνωρίζεται τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, προκειμένου να προαχθεί η περιφερειακή ανάπτυξη και η οικονομία των νησιωτικών περιοχών.

Σε εθνικό επίπεδο, η αρχή της νησιωτικότητας κατοχυρώνεται ήδη στο Σύνταγμα της Ελλάδας και συγκεκριμένα στο άρθρο 101 παράγραφος 4, όπου ορίζεται ότι  «Ο κοινός   νομοθέτης   και   η   Διοίκηση,   όταν  δρουν  κανονιστικά,   υποχρεούνται   να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών και ορεινών περιοχών, μεριμνώντας για την ανάπτυξη τους» καθώς και στο άρθρο 106 παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει ότι «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα  στη  Χώρα,  επιδιώκοντας  να  εξασφαλίσει  την  οικονομική  ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας. Λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, από την ατμόσφαιρα και τα υπόγεια ή υποθαλάσσια κοιτάσματα, για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την προαγωγή ιδίως της οικονομίας των ορεινών, νησιωτικών και παραμεθόριων περιοχών».

Σε ενωσιακό επίπεδο, οι μεγάλες αναπτυξιακές διαφορές είναι ανεπίτρεπτες εντός της

Κοινότητας, τόσο από οικονομική όσο και από κοινωνική άποψη.

Για το λόγο αυτό, στο άρθρο 3 παράγραφος 3 περίπτωση γ’ της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπεται ότι η «Ένωση προάγει την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών».

Το άρθρο 174 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί την κορωνίδα των σχετικών με τη νησιωτικότητα διατάξεων και ορίζει ότι «η Ένωση, προκειμένου να προαχθεί η αρμονική ανάπτυξη του συνόλου της, αναπτύσσει και εξακολουθεί τη δράση της με σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής της συνοχής. Η Ένωση αποσκοπεί, ιδιαίτερα, στη μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και στη μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών. Μεταξύ των εν λόγω περιοχών, δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις αγροτικές περιοχές, τις περιοχές που συντελείται βιομηχανική μετάβαση και τις περιοχές που πλήττονται από σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά προβλήματα, όπως οι υπερβόρειες περιοχές που είναι ιδιαίτερα αραιοκατοικημένες και οι νησιωτικές, διασυνοριακές και ορεινές περιοχές.».

Έτι περαιτέρω, η νησιωτικότητα αναγνωρίζεται ως ιδιάζουσα κατάσταση σε αρκετά άρθρα των Συνθηκών καθώς και σε πληθώρα Οδηγιών και Κανονισμών.

Ως εκ τούτου, βάσει των ανωτέρω, προκύπτει ότι η νησιωτικότητα αναγνωρίζεται ως ιδιαίτερη συνθήκη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και ότι η νησιωτική διάσταση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής και να προβλέπονται εξαιρέσεις ή ιδιαίτερη μεταχείριση με προβλεπόμενα αντισταθμιστικά μέτρα.

Η περίπτωση της  Ελλάδας  και,  δη,  των νησιών του  Αιγαίου,  που  αποτελούν το φυσικό σύνορο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να μην έχουν συμπεριληφθεί στο άρθρο 349 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής ένωσης για τις εξόχως απόκεντρες περιοχές ή σε κάποια άλλη αντίστοιχη διάταξη του πρωτογενούς δικαίου, εντούτοις, οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στα νησιά του Αιγαίου έχουν αναγνωριστεί   σε   λοιπά   νομοθετήματα   του   παράγωγου   δικαίου   (Κανονισμοί, Οδηγίες).  Ενδεικτικά στους Κανονισμούς 229/2013, 178/2014, 181/2014 σχετικά με τον καθορισμό ειδικών μέτρων για τη γεωργία στα μικρά νησιά του Αιγαίου, γίνεται σαφής και ρητή μνεία στις δυσχέρειες (λ.χ. επιπλέον δαπάνες μεταφοράς κλπ) οι οποίες προκαλούνται από το νησιωτικό χαρακτήρα, τη μικρή έκταση και την απόσταση από τις αγορές των μικρών (εξαιρείται η Κρήτη και η Εύβοια) νησιών του Αιγαίου.

Σε αυτό το πλαίσιο, στην Οδηγία 2006/112/ΕΕ, και δη στο άρθρο 120 αυτής ορίστηκε ότι   «Η   Ελλάδα   μπορεί   να   εφαρμόζει   στους   νομούς   Λέσβου,   Χίου,   Σάμου, Δωδεκανήσου, Κυκλάδων και στα νησιά Θάσος, Βόρειες Σποράδες, Σαμοθράκη και Σκύρος χαμηλότερους συντελεστές έως 30 % από τους αντίστοιχους συντελεστές που εφαρμόζονται στην ηπειρωτική Ελλάδα.». Το ειδικό αυτό καθεστώς θεσμοθετήθηκε με τη Συνθήκη προσχώρησης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. το 1981 και διατηρήθηκε και μετά  τη  λειτουργία  της  Εσωτερικής  Αγοράς  με  την  εφαρμογή  της  Οδηγίας

92/77/Ε.Ο.Κ. (μετά από διαπραγματεύσεις) και ενσωματώθηκε τελικά στην Οδηγία

2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, η οποία κωδικοποίησε όλη τη σχετική νομοθεσία.

Σε εθνικό επίπεδο το άρθρο 21 του Νόμου 2859/2000 είχε ενσωματώσει και είχε θέσει σε εφαρμογή το καθεστώς μειωμένου, κατά 30%, συντελεστή ΦΠΑ στα νησιά, αποκρυσταλλώνοντας την ανάγκη για τη «μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών» που επιτάσσει το άρθρο 174 της ΣΛΕΕ. Η πολιτική επιλογή της εφαρμογής μειωμένων συντελεστών στα νησιά είναι πλήρως εναρμονισμένη με τις προαναφερθείσες εθνικές και κοινοτικές διατάξεις όσον αφορά στο νησιωτικό χώρο και ιδίως στα πιο απομακρυσμένα νησιά που αποτελούν το σύνορο της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ωστόσο, από την Ελληνική Κυβέρνηση, επιχειρείται, χωρίς μελέτη, η προσπάθεια κατάργησης του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου  Συγκεκριμένα, με το ν. 4334/2015, καταργήθηκε σταδιακά το ειδικό καθεστώς ΦΠΑ που ίσχυε για τα νησιά του Αιγαίου. Ειδικότερα, οι εφαρμοζόμενοι μειωμένοι κατά 30% συντελεστές καταργήθηκαν από 1.10.2015 στα αναπτυγμένα τουριστικά νησιά με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, από 1.6.2016 στα λιγότερο αναπτυγμένα νησιά και από

1.1.2017 και στα πλέον απομακρυσμένα νησιά (Άρθρο 1γ’ Γ. ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3). Στη συνέχεια, με το ν. 4446/2016 (άρθρο 118) παρατάθηκε μέχρι την 31.12.2017 το ειδικό καθεστώς ΦΠΑ στα νησιά των ανατολικών συνόρων της χώρας που πλήττονται από την προσφυγική κρίση και ειδικότερα τα νησιά των νομών Λέσβου, Χίου, Σάμου και Δωδεκανήσου (εκτός Ρόδου και Καρπάθου). Τέλος, με το ν. 4509/2017 (άρθρο 74 παρ. 1) προβλέφθηκε η διατήρηση του Φ.Π.Α. - ως ισχύει – μέχρι την 30.6.2018 για τα νησιά Λέρο, Λέσβο, Κω, Σάμο και Χίο.

Ουδέποτε, η Ελληνική Κυβέρνηση από το 2015, μελέτησε το θέμα σε βάθος, ενώ αποφάσισε μη νόμιμα – παραβιάζοντας αφενός τη ρητή διάταξη του άρθρου 174

ΣΛΕΕ, αφετέρου τη συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 101 παρ. 4 - τη σταδιακή κατάργηση των γεωγραφικών διαφοροποιήσεων του ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου, απεμπολώντας, δε με αυτό τον τρόπο, και το δικαίωμα για γεωγραφικές παρεκκλίσεις του ΦΠΑ που ισχύει για τη χώρα μας από το 1992 (Οδηγία 92/77/ΕΟΚ).

Το εν λόγω ειδικό φορολογικό καθεστώς προβλέφθηκε με σκοπό να λειτουργήσει αντισταθμιστικά  προς  τις  δυσκολίες  που  υφίστανται  οι  κάτοικοι  των απομακρυσμένων νησιών στην καθημερινότητά τους και προς το ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται σε αυτά.

Σε αυτό το πλαίσιο και λόγω της συγκεκριμένης λανθασμένης και μη νόμιμης πολιτικής επιλογής, υποβλήθηκε η από 11.10.2017 Αναφορά προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο/Πρόεδρο της Επιτροπής Αναφορών (βλ. Σχετικά 1 και 2).

Παράλληλα, η Πρόταση Οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ όσον αφορά τους συντελεστές φόρου προστιθέμενης αξίας [2018/0005 (CNS)], χωρίς καμία ειδική αιτιολόγηση, με την ανοχή της Ελληνικής Κυβέρνησης, καταργεί ουσιαστικά το άρθρο 120 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ (Τίτλος VIII Κεφάλαιο

4) καθώς ορίζεται ότι «Οι παρεκκλίσεις βάσει του τίτλου VIII κεφάλαιο 4 της οδηγίας

2006/112/ΕΚ και του παραρτήματος X της οδηγίας 2006/112/ΕΚ θα πρέπει να παύσουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της οδηγίας όσον αφορά τη θέσπιση των λεπτομερών τεχνικών μέτρων για τη λειτουργία του οριστικού συστήματος ΦΠΑ που βασίζεται στην αρχή της φορολόγησης στο κράτος μέλος προορισμού.».

Ωστόσο, λίγα χωρία ανωτέρω έχει αναγνωριστεί πως «(2)… Υπό τις συνθήκες αυτές, θα ήταν σκόπιμο να παρασχεθεί μεγαλύτερη ευελιξία στα κράτη μέλη όσον αφορά τον καθορισμό των συντελεστών. (3) Η άρση των περιορισμών παράλληλα με τη θέση σε ισχύ του οριστικού καθεστώτος φορολόγησης των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών θα πρέπει να επιτρέπει στα κράτη μέλη να συνεχίζουν να εφαρμόζουν τους μειωμένους συντελεστές ΦΠΑ οι οποίοι επί του παρόντος χορηγούνται ως παρεκκλίσεις δυνάμει του τίτλου VIII κεφάλαιο 4 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ και του παραρτήματος X της οδηγίας 2006/112/ΕΚ και οι οποίοι σε διαφορετική περίπτωση θα έληγαν με τη θέση σε ισχύ του εν λόγω καθεστώτος. (4) Στο πλαίσιο οριστικού συστήματος ΦΠΑ, όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης και, συνεπώς, να υπόκεινται  στους  ίδιους  περιορισμούς  κατά  την  εφαρμογή  μειωμένων  συντελεστών ΦΠΑ, οι οποίοι θα πρέπει να συνεχίσουν να αποτελούν εξαίρεση από τον κανονικό συντελεστή. Η διασφάλιση της εν λόγω ίσης μεταχείρισης, χωρίς τον περιορισμό της υφιστάμενης ευελιξίας των κρατών μελών όσον αφορά τον καθορισμό των συντελεστών ΦΠΑ, μπορεί να επιτευχθεί με την παροχή σε όλα τα κράτη μέλη της δυνατότητας να εφαρμόζουν μειωμένο συντελεστή για τον οποίο δεν ισχύει η ελάχιστη απαίτηση, καθώς και απαλλαγή με δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ εισροών, πέραν των δύο, κατ’ ανώτατο όριο, μειωμένων συντελεστών ύψους τουλάχιστον 5%.».

Σε  αυτό  το  πλαίσιο,  επισημαίνεται  ότι  για  την  Πορτογαλία  υπάρχει  αντίστοιχη διάταξη – με αυτής της Ελλάδας – στην Οδηγία 112/2006/ΕΚ η οποία διατηρείται καθώς στο άρθρο 100 της Πρότασης Οδηγίας προβλέπεται ότι «Η Πορτογαλία μπορεί, για τις συναλλαγές που διεξάγονται στις αυτόνομες περιοχές των Αζορών και της Μαδέρας και για τις άμεσες εισαγωγές στις δύο αυτές περιοχές, να εφαρμόζει συντελεστές κατώτερους από εκείνους που εφαρμόζονται στην ηπειρωτική χώρα. Ωστόσο, ο κανονικός συντελεστής δεν είναι κατώτερος του 15%.».

Στον αντίποδα από το παράδειγμα της Πορτογαλίας, βρίσκεται η στάση - αδράνεια της Ελληνικής Κυβέρνησης να εξασφαλίσει εκ νέου το ειδικό αυτό καθεστώς για τα νησιά του Αιγαίου, αν και έχουν ρητά αναγνωριστεί οι ιδιαίτερες δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι εν λόγω νησιωτικές περιοχές.

Ως εκ τούτου, είναι φανερό ότι η εσωτερική πολιτική επιλογή της κατάργησης των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου σε συνδυασμό με την πολιτική της μη διαπραγμάτευσης που ακολουθεί η Ελληνική Κυβέρνηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο,  αντιστρατεύεται  θεμελιώδεις  αρχές  του  ενωσιακού  δικαίου.  Κατόπιν, λοιπόν, των ως άνω εξελίξεων και σε συνέχεια της προαναφερθείσας Αναφοράς ενώπιον  του  Ευρωπαϊκού  Κοινοβουλίου,  υποβάλλεται  η  παρούσα  Καταγγελία ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

  1. Νομική βάση της  καταγγελίας

 

2.1  Παραβίαση  της  αρχής  τη ς  νησιωτικότητας

 

Σε επίπεδο πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου, η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο άρθρο 174 περιλαμβάνει τις νησιωτικές περιοχές μεταξύ των   περιοχών   που   πλήττονται   από   σοβαρά   μόνιμα   φυσικά   ή   δημογραφικά προβλήματα και απαιτούν την ιδιαίτερη προσοχή της Ένωσης, προκειμένου να μειωθούν οι διαφορές μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και να προαχθεί η αρμονική ανάπτυξη του συνόλου της Ένωσης και η ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής της συνοχής. Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, μάλιστα, προστέθηκε ρητά, για πρώτη φορά, η διάσταση της εδαφικής συνοχής, αποσκοπώντας στη διασφάλιση όλων των περιοχών που συνιστούν την ευρωπαϊκή εδαφική ποικιλομορφία. Η ίδια η Συνθήκη προβλέπει, επίσης, στο άρθρο 170 παρ. 2 την  ανάγκη  σύνδεσης  των  νησιωτικών  περιοχών  με  τις  κεντρικές  περιοχές  της Ένωσης στο πλαίσιο της δημιουργίας και ανάπτυξης διευρωπαϊκών δικτύων.

Επίσης, στο άρθρο 349 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπεται η λήψη ειδικών μέτρων για ορισμένες εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης, λόγω της μεγάλης απόστασης, του νησιωτικού χαρακτήρα, της μικρής έκτασης, της δύσκολης μορφολογίας και του κλίματος καθώς και της οικονομικής εξάρτησης όσον αφορά έναν μικρό αριθμό προϊόντων. Είναι αντιληπτό ότι το καθεστώς  των  εξόχως  απόμακρων  περιοχών  είναι  ειδικό  και  δεν  μπορεί  να εφαρμοστεί επί όλων των νησιωτικών περιοχών, ωστόσο αξίζει να επισημανθεί ότι πολλές νησιωτικές περιοχές, όπως τα νησιά του Αιγαίου, απαιτούν ένα παρόμοιο καθεστώς.

 

Σε συμφωνία με τις ανωτέρω διατάξεις, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ήδη λάβει σοβαρά υπόψη τους τη νησιωτική διάσταση σε σειρά τομεακών πολιτικών της Ένωσης, όπως στην περιφερειακή πολιτική, την πολιτική των θαλάσσιων μεταφορών, την πολιτική των κρατικών ενισχύσεων και την αγροτική πολιτική.  Ομοίως,  η  πρόβλεψη  ειδικών  φορολογικών  ρυθμίσεων  στην  Οδηγία

2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, αποτελεί μια ακόμη εξειδίκευση και εφαρμογή των ενωσιακών μέτρων για την προστασία της νησιωτικότητας. Οι ειδικές ρυθμίσεις, λοιπόν, που υφίστανται για τις νησιωτικές περιοχές αποτελούν ένα αντιστάθμισμα στις ενδογενείς μειονεξίες και τα μόνιμα διαρθρωτικά προβλήματα που δημιουργούνται από το νησιωτικό χαρακτήρα και τη γεωγραφική απομόνωση.

Συνεπώς,  από  τα  παραπάνω  προκύπτει  ότι  έχει  δημιουργηθεί  ένα    «κοινοτικό κεκτημένο »  της  νησιωτικότητας, το οποίο είναι σαφές ότι δεν πρέπει να  θίγεται, αλλά, αντιθέτως, επιβάλλεται να διαφυλάσσεται και να ενισχύεται. Η παραπάνω θέση επιρρωνύεται  από  διάφορες  γνωμοδοτήσεις  -  της  Ευρωπαϊκής   και  Κοινωνικής Επιτροπής και όχι μόνο - (ενδεικτικά αναφέρονται: Γνωμοδότηση  της Ευρωπαϊκής Οικονομικής   και   Κοινωνικής   Επιτροπής   με   θέμα:   «Ειδικά   προβλήματα   που αντιμετωπίζουν   τα   νησιά»   2012/C   181/03,   Γνωμοδότηση    της   Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα: «Νησιά στην ΕΕ: από διαρθρωτικό μειονέκτημα  σε  περιοχές  χωρίς  αποκλεισμούς»  ECO/418)   και  ψηφίσματα  (π.χ. Ψήφισμα    του    Ευρωπαϊκού    Κοινοβουλίου    2015/3014    (RSP)),    που    αφενός αναγνωρίζουν  ότι  οι  νησιωτικές  περιοχές  παρουσιάζουν  σε  μόνιμη  βάση  κοινά χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες, τα οποία αποτελούν  την  ειδοποιό διαφορά τους σε σχέση με τις ηπειρωτικές περιοχές, και, αφετέρου,  καλούν την Επιτροπή και τα λοιπά θεσμικά όργανα για τη λήψη ειδικών μέτρων, τη εκπόνηση ενδελεχών μελετών, την εφαρμογή κρατικών ενισχύσεων και γενικότερα  την παροχή βοήθειας προς τα νησιά.

Σε σχέση, λοιπόν. με το πλαίσιο που σκιαγραφήθηκε ανωτέρω, η πολιτική επιλογή της κατάργησης των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ για τα νησιά του Αιγαίου, μόνο αντιφατική μπορεί να χαρακτηριστεί. Αντιβαίνει στην αρχή της αλληλεγγύης (άρθρο

3 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και στο άρθρο 174 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα μέτρο που λειτουργεί αντισταθμιστικά προς τα μόνιμα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν τα νησιά του Αιγαίου, θυσιάζεται στο βωμό της δήθεν δημοσιονομικής προσαρμογής, αντί, μάλιστα, να επεκταθεί σε όλα τα νησιά του Αιγαίου.

Από τις προσαγόμενες ειδικές μελέτες – εκθέσεις (βλ. Σχετικά, 7, 8 και 9) αποδεικνύεται ότι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα από την κατάργηση του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ θα είναι αρνητικό για τις περιοχές και για το κοινωνικό σύνολο.

2.2  Παραβίαση  της  αρχής  τη ς  ίσης  μ εταχείρι σης  και  του  ανταγωνισμ ού

Σύμφωνα με το άρθρο 9 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Σε όλες τις δραστηριότητές της, η Ένωση σέβεται την αρχή της ισότητας των πολιτών της, οι οποίοι τυγχάνουν ίσης προσοχής από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της…». Η αρχή, λοιπόν, της ίσης μεταχείρισης απορρέει από την ίδια τη Συνθήκη και επιβάλλει, σύμφωνα και με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρόμοιες καταστάσεις να μην αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό και διαφορετικές καταστάσεις να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο, εκτός αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται αντικειμενικά.

Όπως προαναφέρθηκε, η Ελλάδα, έλαβε το δικαίωμα να εφαρμόσει ειδικό καθεστώς μειωμένου συντελεστή σε συγκεκριμένες νησιωτικές περιοχές για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους. Δυνατότητα εφαρμογής μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ χορηγήθηκε, επίσης, και σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης (άρθρα 6 και 110 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ – Πορτογαλία, Γαλλία, Ιταλία, Δανία, Φινλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστρία, Ισπανία). Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, ότι οι μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ με γεωγραφικά κριτήρια αφορούν κυρίως νησιωτικές περιοχές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Δανία όπου ο ΦΠΑ δεν εφαρμόζεται στα  νησιά  Φερόε  και  στη  Γροιλανδία,  η  Γερμανία  όπου  εξαιρείται  το  νησί Heligoland, η Ισπανία όπου εξαιρούνται τα Κανάρια νησιά, η Πορτογαλία όπου εξαιρούνται οι Αζόρες και η Μαδέρα και το Ηνωμένο Βασίλειο όπου εξαιρείται το Isle of Man.

Το ειδικό αυτό καθεστώς, που παρεκκλίνει από τα γενικώς ισχύοντα, συνάδει άρδην με τις προβλέψεις του άρθρου 174 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με την προώθηση της ανάπτυξης και των πλέον μειονεκτουσών περιοχών, όπως είναι και οι νησιωτικές. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου δεν αποτελεί ένα είδος προνομίου, αλλά, ένα  αντισταθμιστικό  μέτρο  των  ενδογενών  δυσχερειών  που  αυτά  καλούνται  να αντιμετωπίσουν, λόγω της εδαφικής ασυνέχειας, του μικρού μεγέθους, της δυσκολίας των μεταφορών, της απομόνωσής τους, που εν τέλει επιφέρουν ένα επιπλέον κόστος ζωής.

Ακόμη, όμως, και αν το εν λόγω μέτρο ήθελε θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση, αυτή πρέπει να κριθεί ως συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο, καθώς βάσει του άρθρου 107 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης «δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά: α) οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση, καθώς και των περιοχών που αναφέρονται στο άρθρο 349 λαμβάνοντας υπόψη τη διαρθρωτική, οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση… γ) οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον…». Συνεπώς, κατά τις ως άνω διατάξεις δεν θίγεται ο ελεύθερος και ανόθευτος ανταγωνισμός και επιτρέπονται οι κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, που προορίζονται για τις κοινωνικά και οικονομικά μειονεκτούσες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποσκοπούν στη μείωση της καθυστέρησης της ανάπτυξής τους (άρθρο 174 ΣΛΕΕ).

Πιο αναλυτικά, σκοπός αυτής της παρέκκλισης είναι να άρει τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν οι νησιωτικές περιοχές και τα οποία θέτουν σε μειονεκτική θέση τους κατοίκους των, αποκλείοντάς τους από τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής. Χρησιμ οποιείται,  επομ ένως ,  για  να  δ οθού ν   ίσες ευ καιρί ες   σε   μ ειονεκτούσ ες   περιοχές   και   ομ άδες   πληθυ σμ ού   της   Ένωσης   και   να αποκ αταστ αθεί  μ ε  αυ τόν  τον  τρόπο  η  πραγματι κή  ισότητα.  Το  γεγονός  αυτό  καθιστά  το εν λόγω αντισταθμιστι κό  μέτρο  ένα μέσο  υλοπ οίησης  της  ουσιαστικής  ισότητας .  Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η ενδεχόμενη κατάργηση του άρθρου 120  της Οδηγίας

2006/112/ΕΚ, που προβλέπει την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή για τα νησιά του Αιγαίου, αντίκειται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, για το λόγο ότι τα ελληνικά νησιά θα αντιμετωπιστούν διαφορετικά και κατά τρόπο υποδεέστερο εν σχέσει με άλλες νησιωτικές περιοχές, αν και αντιμετωπίζουν παρόμοιες καταστάσεις. Με άλλα λόγια,  η  αρ χή  της  ίσης  μ εταχείρι σης  κατ αστρατ ηγείται,  δε δομ ένου  ότι  η   εφ αρ μ ογή των  μ ειω μ ένων  συ ντελεστών  δεν  έχει  τεθεί  υ πό  αμ φι σβήτηση  σε  ά λλες  ευ ρωπαϊκές περιοχές  που  φέ ρου ν  π α ρόμ οια  χαρα κτηρισ τικ ά  μ ε  αυ τά  των  νησιώ ν  του  Αιγαίου  . Ως εκ τούτου, παρόλο που στο Προοίμιο της Πρότασης Οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ όσον αφορά τους συντελεστές φόρου προστιθέμενης αξίας [2018/0005 (CNS)] προβλέπεται ρητά, ότι τα κράτη μέλη πρέπει να  τυγχάνουν  ίσης  μεταχείρισης  όσον  αφορά  στην  εφαρμογή  μειωμένων συντελεστών,  η  αρχή  αυτή  παραβιάζεται  στην  περίπτωση  της  κατάργησης  του άρθρου 120 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ.

Εν  συνεχεία,  μια  τέτοια  επιλογή   αντίκειται   και   στην   αρχή   του   ελεύθερου   και ανόθευτου  ανταγωνισμού,  η  οποία  απορρέει  από  την  αρχή  της  ίσης  μετα χείρισης,  με την  έννοια  ότι  η  αρχή  της  ίσης  μεταχείρισης  αποσκοπεί  στην  ανάπτυξη   υγιούς   και αποτελεσματικού  ανταγωνισμού.

Συγκεκριμένα, με την αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ στα ελληνικά νησιά αυξάνεται υπέρμετρα όχι μόνο το τελικό κόστος ζωής των κατοίκων των εν λόγω νησιών, αλλά και το κόστος του νησιωτικού τουριστικού προϊόντος που αποτελεί μια από τις κύριες πηγές εισροής εσόδων τόσο για τις συγκεκριμένες περιοχές όσο και για τη χώρα συνολικά.

Ο τουρισμός, παρ’ όλη την ύφεση, είναι ο κλάδος που μέχρι σήμερα λειτουργεί αποδοτικά αποτελώντας μια σημαντική πηγή εσόδων. Το τουριστικό προϊόν αναμένεται να γίνει πιο ακριβό με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του τζίρου των τουριστικών επιχειρήσεων με ό,τι αυτό συνεπάγεται (π.χ. αύξηση ανεργίας). Παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο, ευνοούνται εμμέσως οι ανταγωνίστριες, σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, χώρες τόσο της ΕΕ (Ισπανία, Ιταλία κ.ά) όσο και της λεκάνης της Μεσογείου (Τουρκία, Μαρόκο κ.ά.). Όπως προκύπτει από επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της EUROSTAT, η Ελλάδα έχει τους υψηλότερους συντελεστές  ΦΠΑ  από  όλες  τις  τουριστικές  ανταγωνίστριες  χώρες  της  ΕΕ,  με εξαίρεση την Κροατία (24% Ελλάδα έναντι 25% Κροατία), ενώ οι συντελεστές ΦΠΑ της  Ελλάδας  είναι  πολύ  πιο  υψηλοί  εν  σχέσει  με  υπαρκτούς  ή  δυνητικούς τουριστικούς ανταγωνιστές στη λεκάνη της Μεσογείου.

Συνεπώς, οι νησιωτικές περιοχές θα χάσουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα καθώς το κρατικό mark up στις τιμές που παρέχουν είναι σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό που έχουν οι ανταγωνιστικοί τουριστικά προορισμοί.

Παρατηρείται, με άλλα λόγια, μια «νόθευση του ανταγωνισμού» με την κατάργηση του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ στα ελληνικά νησιά, τα οποία τίθενται σε υποδεέστερη θέση, σε σχέση με άλλους ευρωπαϊκούς - και μη -   τουριστικούς προορισμούς, και τα οποία καλούνται να σεβαστούν τους κανόνες του ανταγωνισμού και της ελεύθερης οικονομίας, χωρίς, όμως, να έχουν διαφυλαχθεί γι’ αυτά κανόνες ίσων όρων.

Συνεπώς,  ο  ανταγωνισμός  περιορίζεται  τεχνητά,  όταν  οι  παρεκκλίσεις  εφαρμ όζονται σε   ορισμένες   μόνο   νησιω τικές   περιοχές   της   Ευρώπης   και   καταργούνται   για τα ελληνικά νησιά, διότι αυτή η πολιτική επιλογή έχει ως συνέπεια την αδικαιολόγητα ευνοϊκή  για  τις  μεν  πρώτες  και  την  αδικαιολόγητα  δυσμενή  για   τις  δεύτερες μεταχείριση.

 

Ως εκ τούτου, η κατάργηση του άρθρου 120 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ αντίκειται στις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της ανάπτυξης υγιούς και αποτελεσματικού ανταγωνισμού, οι οποίες συνιστούν θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου.

 

2.3  Παραβίαση  της  αρχής  τη ς  αναλογι κότητ ας

Η αρχή της καλής νομοθέτησης διέπεται από επιμέρους αρχές, οι οποίες πρέπει να τηρούνται και να λαμβάνονται υπόψη κατά τη θέσπιση νέων ρυθμίσεων. Μια από τις εν λόγω αρχές είναι, η θεμελιώδης αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αρχή της αναλογικότητας αναλύεται ως η επιλογή της πιο κατάλληλης και πρόσφορης ρύθμισης, η οποία θα ανταποκρίνεται στον επιδιωκόμενο σκοπό, μέσω της επιλογής του λιγότερο δυσμενούς μέτρου.

Προκειμένου να επιτυγχάνεται ο στόχος της καλής νομοθέτησης χρησιμοποιούνται διάφορα εργαλεία, όπως είναι, η Έκθεση Αξιολόγησης Συνεπειών Ρυθμίσεων.

Η Έκθεση Αξιολόγησης Συνεπειών Ρυθμίσεων συνίσταται στην ανάλυση των κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών συνεπειών που επιφέρει μια ρύθμιση σε κόστος και οφέλη από την εφαρμογή της. Το εργαλείο αυτό χρησιμοποιείται για να εξεταστούν πιο συστηματικά και εκ των προτέρων οι ενδεχόμενες επιπτώσεις της προτεινόμενης ρύθμισης/τροποποίησης στην οικονομία, την κοινωνία, το περιβάλλον και τον πολίτη. Παράλληλα, αυτή η ανάλυση των κανονιστικών επιπτώσεων αποτελεί και το εργαλείο προκειμένου να διαπιστωθεί αν τηρήθηκαν οι αρχές της αναλογικότητας και της καταλληλότητας της ρύθμισης.

Από τα ως άνω προκύπτει, ότι κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στην Ένωση – όσο και σε εθνικό επίπεδο - απαραίτητη προϋπόθεση συνιστά η διενέργεια μελέτης αντικτύπου των πολιτικών που πρόκειται να υιοθετηθούν. Εντούτοις, δεν διεξήχθη εκ μέρους της Ελληνικής Κυβέρνησης ουδεμία μελέτη σχετική με την κατάργηση του μειωμένου κατά 30% συντελεστή ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου. Αντίθετα, υποβάλλονται τρεις (3) μελέτες που καταλήγουν στο αντίθετο πόρισμα, ότι δηλαδή, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα από την κατάργηση του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ των νησιών του Αιγαίου θα είναι αρνητικό.

Από τη στιγμή, λοιπόν, που δεν έχει εκπονηθεί μια τέτοια μελέτη από την Ελληνική Κυβέρνηση και την ελληνική διοίκηση, δεν μπορεί να διαπιστωθεί αν ένα τέτοιο μέτρο που έως σήμερα αποτελούσε αφενός κοινοτικό κεκτημένο, αφετέρου είχε συνταγματική θεμελίωση, είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, με την έννοια ότι δεν αποδεικνύεται ότι είναι πρόσφορο, αναγκαίο και το λιγότερο επαχθές για τις περιοχές αυτές με τις ιδιαίτερες συνθήκες που τις συνοδεύουν. Επιπλέον, μέσω μιας οικονομοτεχνικής μελέτης θα προβλέπονταν το κόστος και τα οφέλη από την κατάργηση του μειωμένου συντελεστή και ιδίως κατά πόσο τα αναμενόμενα οφέλη υπερσκελίζουν  το  κόστος  που  καλούνται  να  επωμιστούν  τα  εν  λόγω  νησιά  του Αιγαίου και οι κάτοικοί τους.

Μάλιστα, στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί, ότι, βάσει δεδομένων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η συνεισφορά των περιφερειών που, υπάγονται στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ, στα κρατικά έσοδα δεν θεωρείται τόσο σημαντική ούτως ώστε η αύξηση  των  συντελεστών  ΦΠΑ  κατά  30%  να  βελτιώσει  σημαντικά  τα  κρατικά έσοδα.  Έτι περαιτέρω, σύμφωνα με έρευνες που έχουν διενεργηθεί, η κατάργηση του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ θα οδηγήσει (βλ. Σχετικά 7, 8 και 9):

  • Στην αύξηση του κόστους ζωής των κατοίκων των νησιών (αύξηση κόστους μεταφοράς, εμπορευμάτων και πρώτων υλών, αύξηση κόστους παρεχόμενων υπηρεσιών). Η μείωση του εισοδήματος των νησιωτών με δεδομένη την εφαρμογή της μείωσης του ετήσιου αφορολόγητου ποσού θα περιορίσει την αγοραστική τους δύναμη με   άμεσο   αντίκτυπο   στην   βιωσιμότητα   των   τοπικών   επιχειρήσεων.
  • Στη μείωση της ανταγωνιστικότητας παραγομένων υπηρεσιών και προϊόντων, στα οποία τα συγκεκριμένα νησιά διαθέτουν συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως ο τουρισμός.
  • στη μη είσπραξη των αναμενομένων φορολογικών εσόδων, η οποία θα οφείλεται στη μείωση της ρευστότητας των επιχειρήσεων και στην αύξηση της παραοικονομίας και φοροδιαφυγής που παρατηρείται σε κάθε αύξηση φορολογικών συντελεστών. Σύμφωνα, λοιπόν, με  αυτά  τα  δεδομένα  τεκμηριώνεται  η  ασυμβατότητα  της κατάργησης του μειωμένου συντελεστή στα νησιά του Αιγαίου με τα άρθρα 3, 5 και 9της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και το άρθρο 174 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

  1. Στο μέτρο του δυνατού, αναφέρατε τη διάταξη/τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου (συνθήκες, κανονισμοί, οδηγίες, αποφάσεις, κλπ.) τις οποίες θεωρεί ο καταγγέλλων ότι παραβιάζονται από το συγκεκριμένο κράτος μέλος:

 

- Παράβαση των άρθρων 3, 5, 9 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

- Παράβαση του άρθρου 174 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης

  1. Κατά  περίπτωση,   αναφέρατε   την   ύπαρξη   κοινοτικής   χρηματοδότησης (προσδιορίζοντας, ει δυνατόν, τα στοιχεία) την οποία λαμβάνει ή μπορεί να λάβει  το  συγκεκριμένο  κράτος  μέλος,  σε  σχέση  με  τα  καταγγελλόμενα γεγονότα:

 

Δεν υπάρχει κοινοτική χρηματοδότηση

  1. Ενδεχόμενα διαβήματα που έχουν ήδη γίνει στις υπηρεσίες της Επιτροπής (ει δυνατόν, να επισυναφθεί αντίγραφο της ανταλλαγείσας αλληλογραφίας):

 

Δεν έχουν γίνει άλλα διαβήματα προς τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

 

  1. Ενδεχόμενα διαβήματα που έχουν ήδη γίνει σε άλλα όργανα ή κοινοτικές αρχές (για παράδειγμα, Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής). Ει δυνατόν, αναφέρατε τα στοιχεία που έχουν δοθεί από αυτές τις αρχές στο διάβημα που πραγματοποιήθηκε από τον καταγγέλλοντα:

- Η από 11 Οκτωβρίου 2017 Αναφορά του Προέδρου ΠΕΔ Β.Αιγαίου & Δημάρχου Λέσβου Σπύρου Γαληνού, Δημάρχου Σάμου Μιχάλη Αγγελόπουλου, του Δημάρχου Χίου Μανώλη Βουρνούς, του Δημάρχου Λέρου Μιχάλη Κόλια, του Δημάρχου Κω Γιώργου Κυρίτση και του Δημάρχου Ρόδου & Προέδρου ΠΕΔ Ν.Αιγαίου Φώτη Χατζηδιάκου προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Αναφορά ΑΡΙΘΜ. 0979/2017).

- Η από 18 Ιανουαρίου 2018 απάντηση της Προέδρου της Επιτροπής Αναφορών Cecilia Wikström και η επισύναψη σχετικού ενημερωτικού σημειώματος   του   EPRS   και   της   κοινοβουλευτικής   ερώτησης   E-

005414/2017.

 

  1. Διαβήματα που έχουν ήδη γίνει στις εθνικές αρχές - κεντρικές, περιφερειακές ή τοπικές - (ει δυνατόν, να επισυναφθεί αντίγραφο της ανταλλαγείσας αλληλογραφίας):

 

13.1. διοικητικά διαβήματα (για παράδειγμα, καταγγελία στις αρμόδιες εθνικές διοικητικές αρχές -κεντρικές, περιφερειακές ή τοπικές– ή και στον εθνικό ή περιφερειακό Διαμεσολαβητή)

 

Έχουν υποβληθεί υπομνήματα, αναφορές και έγγραφα προς την Ελληνική

Κυβέρνηση και έχουν γίνει σχετικές παραστάσεις.

 

13.2. προσφυγές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ή άλλες διαδικασίες που χρησιμοποιήθηκαν (για παράδειγμα, διαιτησία ή συμβιβασμός). (Αναφέρατε αν έχει ήδη εκδοθεί απόφαση ή διαιτητική απόφαση και επισυνάψατε, ενδεχομένως, το κείμενο αυτής της απόφασης ή διαιτητικής απόφασης):

 

Είχαν ασκηθεί αιτήσεις ακύρωσης κατά της υπ΄ αριθμ. ΥΠΟΙΚ 0010707 ΕΞ

2015/29.09.2015  Κοινής  Υπουργικής  Αποφάσεως  των  Υπουργών  Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Οικονομικών, με θέμα: «Σταδιακή κατάργηση των μειώσεων των συντελεστών Φ.Π.Α. στα νησιά του Αιγαίου» (ΦΕΚ 2115/ τ. Β΄/30.09.2015) στο Συμβούλιο της Επικρατείας.   Η ΕλληνικήΚυβέρνηση αντικατέστησε την εν λόγω απόφαση με νομοθετική διάταξη και τοΣυμβούλιο της Επικρατείας κήρυξε τις εν λόγω δίκες ως κατηργημένες.

  1. Eνδεχομένως, αναφέρατε στο σημείο αυτό και επισυνάψατε στο παράρτημα, τα δικαιολογητικά έγγραφα και τα αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να προσκομισθούν προς υποστήριξη της καταγγελίας, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών εθνικών διατάξεων:

-  Η από 11.10.2017 Αναφορά (με αριθμό 0979/2017) του Προέδρου ΠΕΔ Β.

Αιγαίου & Δημάρχου Λέσβου Σπύρου Γαληνού, Δημάρχου Σάμου Μιχάλη Αγγελόπουλου, του Δημάρχου Χίου Μανώλη Βουρνούς, του Δημάρχου Λέρου Μιχάλη Κόλια, του Δημάρχου Κω Γιώργου Κυρίτση και του Προέδρου ΠΕΔ Ν. Αιγαίου & Δημάρχου Ρόδου  Φώτη Χατζηδιάκου προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο [Σχετικό 1]

-  Η από 18.1.2018 Απάντηση της Προέδρου της Επιτροπής Αναφορών επί της ως άνω Αναφοράς [Σχετικό 2]

-  Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα: «Ειδικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα νησιά» 2012/C 181/03 [Σχετικό 3]

-  Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα: «Νησιά στην ΕΕ: από διαρθρωτικό μειονέκτημα σε περιοχές χωρίς αποκλεισμούς» ECO/418 [Σχετικό 4]

-  Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 2015/3014 (RSP) [Σχετικό 5]

-  Εθνικές διατάξεις: Νόμος 4334/2015, 4446/2016 και 4509/2017 [Σχετικό 6]

Έκθεση – Μελέτη με θέμα: Ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α. νησιών Αιγαίου του Ινστιτούτου Οικονομικών & Φορολογικών Μελετών, Νοέμβριος 2017 [Σχετικό 7]

- Μελέτη του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης με θέμα: ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Τοπική Αυτοδιοίκηση & Νησιωτικότητα [Σχετικό 8]

- Μελέτη – Έκθεση με θέμα: Ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α. των νησιών του Αιγαίου του   Ινστιτούτου   Οικονομικών   &   Φορολογικών   Μελετών, Ιανουάριος  2013 [Σχετικό 9].

Ερώτηση Ευρωβουλευτή Κώστα Πουπάκη προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με θέμα «Αποδοτικότητα συλλογής εσόδων από ΦΠΑ στην Ελλάδα» και η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [Σχετικό 10].

-  Απάντηση  του  Επιτρόπου  κ.  Rehn  εκ  μέρους  της  Επιτροπής  στην  E-011356/2011/19.3.2012 Επιτροπής [Σχετικό 11].

-  Απάντηση του Επιτρόπου κ. Moscovici εκ μέρους της Επιτροπής στην E-005414/2017 [Σχετικό 12].

-  Athens Declaration "Mid-Term Review of the EU's Maritime Transport Policy until 2018 and Outlook to 2020", Athens 7 May 2014 [Σχετικό 13].